Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Απόκριες και ναξιώτικη παράδοση



Στην αποκριάτικη εκδήλωση του Συλλόγου Γονέων & Κηδεμόνων του σχολείου μας, που θα γίνει την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, 13/03/16, ώρα 21:00, στο κέντρο "Γοργόνα" στην Αγία Άννα,  το χορευτικό του Γενικού Λυκείου Νάξου, θα χορέψει τοπικούς αποκριάτικους χορούς. Επί τη ευκαιρία, ζητήσαμε από την κ. Σοφία Μανωλά, εκπαιδευτικό Φυσικής Αγωγής, να μας δώσει πληροφορίες για τη "Βλάχα", έναν από τους χορούς της συγκεκριμένης περιόδου, τις οποίες και σας παραθέτουμε.


ΒΛΑΧΑ - Ο ΤΟΠΙΚΟΣ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ 



Την περίοδο της αποκριάς οι ναξιώτες βιώνουν και γιορτάζουν την αναγέννηση της φύσης που σηματοδοτεί και μια εσωτερική αναγέννηση. Γλεντούν καθημερινές και σαββατοκύριακα, αυτοσχέδια ή οργανωμένα και με έθιμα-δρώμενα με βαθιές διονυσιακές ρίζες. Τέτοια αποκριάτικα έθιμα είναι οι «κορδελάτοι» στα χωριά Εγγαρές, Γαλήνη, Κουρνοχώρι, Μέλανες, Κυνίδαρος, Γλινάδο, Αγερσανί, Τρίποδες, οι «κουδουνάτοι» στα ορεινά Φιλώτι, Απείρανθο, Κόρωνο και περιστασιακά πια σήμερα οι «πειρατές» ή «λεβέντες» στο λεκανοπέδιο της Τραγαίας. Οι ενέργειες αυτές έχουν καταγραφεί στα γονίδια των απλών ανθρώπων, περνούν από γενιά σε γενιά και σίγουρα θα γίνονται για πολλά χρόνια ακόμη. Όλοι θεωρούν καθήκον και προνόμιο τη συμμετοχή τους, από τα παιδικά  χρόνια μέχρι τα γεράματά τους . Μόνο πένθος ή ασθένεια θα τους κάνει να απέχουν. Οι χοροί που χορεύονταν τις Απόκριες στη Νάξο είναι: πρώτα και κύρια η Βλάχα ή Ντίρλα- κατεξοχήν αποκριάτικος χορός, ο Λεβέντικος, ανδρικός συρτός που χορεύονταν από τους κορδελάτους κατά την είσοδό και την αποχώρησή τους από το αποκριάτικο γλέντι, πολλοί καλαματιανοί και φυσικά συρτοί και μπάλοι.

Μια πρώτη παρατήρηση που γεννά πολλά ερωτηματικά είναι το όνομα.  Γιατί άραγε βλάχα; Είναι πράγματι παράξενο σ’ ένα κυκλαδονήσι να υπάρχει τοπικός χορός με όνομα που υποδηλώνει τη χερσαία Ελλάδα. Στη βιβλιογραφία βρίσκουμε τις παρακάτω περιπτώσεις:


  • 1η περίπτωση: ο χορός ονομάστηκε έτσι από το τραγούδι «βλάχα μωρ’ βλάχα τα φλουριά σου να ‘χα…» που εντάσσεται στα προναξιακά τραγούδια πανελλήνιου χαρακτήρα μαζί με διάφορα καλαματιανά που χορεύονται μέχρι σήμερα την αποκριά.
  • 2η περίπτωση: περιπαιχτική προσφώνηση του κεφάτου, ζωηρού χορού. «Χορεύει σαν βλάχος» έλεγαν οι ναξιώτες για να περιγελάσουν κάποιον που δεν χόρευε σύμφωνα με τα καθιερωμένα. Τσακίσματα, πηδήματα, χτυπήματα των ποδιών υπάρχουν στο γρήγορο μέρος του χορού.
  • 3η περίπτωση: η παράδοση αναφέρει μια όμορφη βλάχα(στεριανή) παντρεμένη στη Νάξο που πρωτοέφερε το χορό στο νησί. Οι ναξιώτες υιοθέτησαν το χορό της, τον προσάρμοσαν στα δικά τους μουσικά και χορευτικά ήθη και τον χορεύουν μέχρι σήμερα.

Η Χώρα της Νάξου, από την εποχή της Ενετοκρατίας, κατοικείται από άρχοντες-φεουδάρχες, αστούς, εμπόρους, κληρικούς κύρια Λατίνους στην καταγωγή και καθολικούς στο θρήσκευμα, ενώ οι ντόπιοι ορθόδοξοι του Κάστρου είναι ολιγάριθμοι. Η μάζα των Ναξιωτών ζει στα χωριά. Ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και με διάφορα επαγγέλματα σε μια διαρκή προσπάθεια επιβίωσης και απόδοσης φορολογίας στους Λατίνους άρχοντες. Στο αστικό περιβάλλον της Χώρας, η βλάχα δεν έχει καμία θέση. Στα χωριά όμως, μόλις αρχίσει η περίοδος της αποκριάς, η βλάχα πρωταγωνιστεί στη διασκέδαση των απλών ανθρώπων.

Η συνηθέστερη βλάχα, αυτή που άμεσα ικανοποιούσε τη διάθεση των χορευτών, ήταν η τραγουδιστή, δηλαδή χορός χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων. Την προτιμούσαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χορευτές γιατί είχαν την ευκαιρία να αναδείξουν τη στιχουργική τους ικανότητα στα πλαίσια μιας άμιλλας μεταξύ στιχοπλόκων. Ο πρώτος ή κάποιος χορευτής-χορεύτρια από τον κύκλο τραγουδούσε έναν στίχο, οι υπόλοιποι επαναλάμβαναν και αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν και με άλλους χορευτές να τραγουδούν την πρωτότυπη φράση. Οι ικανότεροι ριμαδόροι αποκτούσαν εξέχουσα θέση στην τοπική κοινωνία πρωταγωνιστώντας στα χοροστάσια και στα πανηγύρια. Ταυτόχρονα το ομαδικό τραγούδι και χορός ενίσχυαν τους κοινωνικούς δεσμούς.
Ακόμη στην τραγουδιστή βλάχα ακούγονται λιανοτράγουδα- αυτοσχέδια δίστιχα με ποικίλο περιεχόμενο όπως: πεισματικά, παινετικά, σκωπτικά, ερωτικά, γνωμικά, αισχροτράγουδα, βακχικά κ.ά.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στο ναξιακό τραγούδι, δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη βλάχα. Τα Μικρασιάτικα τραγούδια που εισάγονται προσαρμόζονται στη μουσική της και τραγουδιούνται πια σαν βλάχες(Τα παλαιά μου βάσανα, Από τα γλυκά σου μάτια, Αποφάσισα να γίνω στην Αγιά Σοφιά κουμπές κ.ά.)

Η συμμετοχή στο χορό της βλάχας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Χρειάζονταν ικανότητες, κοινωνικότητα και αντοχή στην όλη τελετουργία που τη συνόδευε. Από το περιεχόμενο των στίχων μάθαιναν, νουθετούσαν, έκριναν σατιρίζοντας ανθρώπινες-κοινωνικές αδυναμίες, εκδήλωναν σκέψεις, επιθυμίες, συναισθήματα:

«Άρχεψε γλώσσα μου να λες/ και σκέψη μου μελέτα
Κι εσύ καμένη μου καρδιά/ ότι έχεις μέσα πες τα».

Παράλληλα είχαν την ευκαιρία να στοχαστούν γύρω από τη ζωή και το θάνατο, τα νιάτα και τα γηρατειά, αναδεικνύοντας το στοιχείο θλίψης που υπάρχει στη βλάχα, συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό στο βαθύτερο νόημα της αποκριάς, στον αέναο κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης της φύσης:

«Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ/ ας παίξω κι ας γελάσω
Τα νιάτα δεν πουλιούνται πια/ να τα ξαναγοράσω.»
«Γλεντάτε να γλεντήσουμε/ γιατί ο καιρός διαβαίνει
Κι όποιος θα μπει στη μαύρη γης/ ποτέ δεν ξαναβγαίνει.»


Καθώς οι περισσότεροι συμμετέχοντες στη βλάχα ασχολούνται και με την κτηνοτροφία, τα πρώτα όργανα που συνοδεύουν το χορό, έχουν κατασκευαστεί από δέρματα ζώων και ξύλο. Είναι η τζαμπούνα (ο αρχαίος άσκαυλος) και το ντουμπάκι, με μια λέξη τζαμπουνοντούμπακα, ή το σουβλιάρι (ξύλινη ή καλαμένια φλογέρα) και το ντουμπάκι, που ονομάζονται σουβλιαροντούμπακα. Το βιολί εμφανίζεται στη Νάξο ,σύμφωνα με τον Δ.Β.Οικονομίδη, την εποχή του Όθωνα. Μαζί με το λαούτο σχηματίζουν τη ζυγιά ή τακίμι και σταδιακά επικρατούν. Όταν λοιπόν η βλάχα συνοδεύεται από μουσικά όργανα ονομάζεται ντουμπανιστή ή ανεντουμπανιστή βλάχα.
Η ντουμπανιστή διαφέρει από την τραγουδιστή βλάχα και στο χορευτικό βήμα και στη μουσική. Ο Μανόλης Ιακ. Ψαρράς στη σημαντικότατη εργασία του «Οι παλιές Απόκριες στο Φιλώτι της Νάξου» σημειώνει: «ο χορός, οι σκοποί και τα τραγούδια ήταν πράγματα εντελώς αλλιώτικα». Τη ντουμπανιστή βλάχα προτιμούν οι νεότεροι αφού με τα γρήγορα πηδηχτά βήματά της ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία και στις φυσικές ικανότητες της ηλικίας τους.

Η λαβή των χορευτών παλαιότερα γινόταν από τις παλάμες, με μαντίλι ανάμεσα σε αντρικό-γυναικείο χέρι. Τα ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν απευθείας επαφή σε άτομα διαφορετικού φύλου:
«Ελάτε να χορέψουμε/ βλάχα με το μαντίλι
Να πούμε τα πεισματικά/ κι ύστερα πάλι φίλοι.»

Αργότερα η λαβή γίνεται από τα μπράτσα. Με τον τρόπο αυτό τηρούνται οι ηθικοί κανόνες αλλά παράλληλα εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα η λειτουργία του κύκλου στο γρήγορο μέρος του χορού. Παρόμοια η λαβή από τους ώμους που έχει επικρατήσει σήμερα, ευνοεί την εμφάνιση της ελαφριάς κλίσης του σώματος δεξιά αριστερά. Με τη λαβή από τους ώμους οι χορευτές γίνονται ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, όπου ο πρώτος, υποχρεώνει τους άλλους να ακολουθήσουν το ρυθμό του, την ταχύτητά του.  Πολύ συχνά παρατηρούμε ότι ο «αμπρουστινός», στο γρήγορο μέρος της βλάχας, τραβάει με δύναμη τον κύκλο, μεγαλώνοντας το διασκελισμό του με ταυτόχρονη μεγάλη μετακίνηση προς τα εμπρός σε κάθε χορευτικό βήμα που προσφέρεται. Οι υπόλοιποι χορευτές είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν. Αποτέλεσμα είναι ο πρώτος να ξεπερνά τον τελευταίο χορευτή, τον «κάτω». Τώρα ο κύκλος γίνεται σπείρα. Ανάλογα με τον αριθμό των χορευτών και το χώρο που έχουν στη διάθεσή τους, η σπείρα μπορεί να είναι χαλαρή ή πιο σφιχτή. Άλλωστε η Δόρα Στράτου σε καταγραφή στ’ Απεράθου, γύρω στο 1960,αναφέρει τη βλάχα να σχηματίζει ελαφρύ κουλούριασμα. Μαζί με τον αγέρανο της Πάρου, τον τσακώνικο και άλλους, την εντάσσει στους χορούς που έχοντας αργό και γρήγορο μέρος, προέρχονται κατευθείαν από την αρχαιότητα και περιγράφουν την έξοδο του Θησέα από το λαβύρινθο των μινωικών ανακτόρων.



Στην εύθυμη διάθεση της αποκριάς χοροστάσια στήνονται σε κάθε περίσταση με αξιοζήλευτη ευκολία. Σε σπίτια, αυλές, δώματα, πλάτσες και πλατώματα δρόμων, κάτω από «στιαστά», μπροστά σε πεζούλια που κάθονται παρέες, στη βοσκή, στα κτήματα, στις μάντρες(στάνες), και φυσικά στα καφενεία των χωριών, στην προγραμματισμένη διασκέδαση, σε οικογενειακά τραπέζια, μικρές παρέες, κατά το διάλειμμα των γεωργικών και κτηνοτροφικών εργασιών, με λίγα λόγια σε κάθε περίσταση. Οι χορευτές τραγουδώντας δίστιχα αλλά κυρίως με τζαμπουνοντούμπακα, τότε και σήμερα βιώνουν τη διονυσιακή διάσταση της αποκριάς. Όλοι οι ναξιώτες, την Τσικνοπέμπτη και την Τυρινή βδομάδα θέλουν «για το καλό» όπως λένε να χορέψουν στα ντουμπάκια επαναλαμβάνοντας προαιώνιους τρόπους διασκέδασης-ψυχαγωγίας-μέθεξης.

Το αργό μέρος ξεκινά με δεξί πόδι και τρία βήματα προς τη φορά του κύκλου. Έπειτα το αριστερό πόδι σταυρώνει πάνω απ’ το δεξί στον αέρα, ξαναπατάει στη θέση του, και το δεξί πατάει με τα δάχτυλα δίπλα στην καμάρα του αριστερού ποδιού. Τα βήματα αυτά μετριούνται από το 1 ως το 6 και επαναλαμβάνονται όσο διαρκεί η τραγουδιστή θέση και απάντηση του α΄ημιστιχίου. Το στρωτό μέρος ακολουθεί το γύρισμα- γρήγορο μέρος. Την αλλαγή σηματοδοτεί μια στερεότυπη τραγουδιστή φράση: «άηντες κι αμάν-αμάν» ή «λε-λα-λε κι αμάν-αμάν» ή επανάληψη της προηγούμενης φράσης. Εδώ  το βήμα του χορού όχι μόνο αλλάζει, αλλά είναι διαφορετικό σε κάθε χωριό που χορεύεται η βλάχα. Οι ποικιλίες που έχουν διασωθεί και σήμερα χορεύονται στη Νάξο, είναι:

  • Ντίρλα(Γλινάδο, Αγερσανί,Τρίποδες)

  • Ντίρλα(Μέλανες,Κουρνοχώρι,Αγ. Θαλέλαιος, Μύλοι)

  • Φιλωτίτικη βλάχα

  • Κυνιδαριώτικη βλάχα

  • Απεραθίτικη Βλάχα

  • Κωμιακίτικη βλάχα

  • Κορωνιδιάτικη βλάχα

Οι δύο πρώτες ποικιλίες ενώ είναι βλάχες έχουν την ονομασία ντίρλα από το ντιλιρώ= κάνω τρέλες. Η λέξη ντίρλα συναντιέται στα πεδινά του νησιού, στα ορεινά αντίθετα επικρατεί ο όρος βλάχα.

Στη Νάξο  πριν μια δεκαετία περίπου παρατηρήθηκε το φαινόμενο χορευτές 40-45 ετών να μη γνωρίζουν καθόλου τα βήματα της βλάχας ενώ γνώριζαν την ύπαρξή της και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος κάποιες ποικιλίες να χαθούν για πάντα. Παράλληλα η επικράτηση της ζυγιάς (βιολί και λαούτο), όπου ο λαουτιέρης τραγουδά, συρρίκνωσαν το πλήθος των λιανοτράγουδων που ακούγονταν, σε μερικά μόνο, που δεν ξεπερνούν τη δεκάδα. Τα αυτοσχέδια δίστιχα που γεννιόνταν πάνω στο χορό δεν μπορούν πια να υπάρχουν. Ευτυχώς σε κάθε χωριό ένας μικρός πυρήνας, συνήθως μερακλήδες γέροντες και οι γυναίκες, δε λησμόνησαν τη βλάχα. Οι σύλλογοι που δραστηριοποιούνται στα χωριά της Νάξου, στη Χώρα, αλλά και στην Αθήνα, με μεθοδική δουλειά ετών, κατάφεραν να διασώσουν τις διάφορες μορφές βλάχας και άλλους τοπικούς χορούς. Πανεπιστημιακοί και μελετητές εντόπισαν, κατέγραψαν, κωδικοποίησαν και ερμήνευσαν θησαυρούς του ναξιώτικου πολιτισμού. Σήμερα στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα η βλάχα έχει βρει τη θέση που της αξίζει ανάμεσα στους άλλους χορούς, αλλά κυρίως στη συνείδηση των χορευτών της. Είναι βέβαιο ότι αναπολεί το ένδοξο παρελθόν της, αλλά μπορεί να ατενίζει με σιγουριά  και αισιοδοξία το μέλλον της.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μέρος της παρουσίασης στο 35ο Παγκόσμιο Συνέδριο Χορού, της εργασίας με τίτλο: ΒΛΑΧΑ:Ο ΤΟΠΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ-ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΒΛΑΧΑΣ, από την εκπαιδευτικό Φυσικής Αγωγής , Σοφία Μανωλά, το καλοκαίρι του 2013.